- ξεκαρδίζω
- 1. κάνω κάποιον να γελάσει πολύ («μάς ξεκάρδισε με τα ανέκδοτα του»)2. (το μέσ.) ξεκαρδίζομαιγελώ με την καρδιά μου, λιγώνομαι από τα γέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + καρδιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκαρδίζω — ξεκάρδισα, ξεκαρδίστηκα, ξεκαρδισμένος 1. κάνω κάποιον να γελάσει πολύ. 2. το μέσ., ξεκαρδίζομαι σκάζω από τα γέλια, λιποθυμώ από τα γέλια: Ξεκαρδιστήκαμε με το πάθημά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek